- πελαγῖτις
- πελᾰγ-ῖτις, ιδος, fem. Adj.A of or on the sea,
νᾶες AP12.53
(Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νᾶες AP12.53
(Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελαγίτης — ὁ, θηλ. πελαγῑτις, ίτιδος, ΜΑ μσν. πελάγιος, πελαγήσιος, αυτός που ζει στο πέλαγος αρχ. αυτός που διαπλέει τα πελάγη («νῆες πελαγίτιδες», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + επίθημα ίτης / ῖτις (πρβλ. αιγιαλ ίτης, ωκεαν ίτις)] … Dictionary of Greek
πελαγίτιδες — πελαγί̱τιδες , πελαγῖτις of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)